- συνδείκνυμι
- Α [δείκνυμι](κυρίως μέσ.) συνδείκνυμαια) υποδεικνύω κάτι ακόμαβ) αποδεικνύω κάτι ακόμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek